- ἀποπληκτώδης
- ἀπο-πληκτώδης, ες,A = ἀπόπληκτος, Gal.19.110.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀποπληκτώδης — masc/fem acc pl (attic epic doric) ἀποπληκτώδης masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) ἀποπληκτώδης masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)